άντυγα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άντυγα | οι | άντυγες |
γενική | της | άντυγας | των | αντύγων |
αιτιατική | την | άντυγα | τις | άντυγες |
κλητική | άντυγα | άντυγες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαάντυγα θηλυκό
- πλαίσιο, συνήθως στην περίμετρο
- ※ Ειδικότερα, κατά την εκσκαφή διαπιστώθηκε οριζόντια ρωγμή μήκους 2 μ., από την οποία υπήρχε διαρροή στην άνω άντυγα της διατομής (ΕΥΑΘ- Αγωγός Αραβησσού: Ρωγμή 2 μέτρων «έδειξε» η εκσκαφή, Τύπος Θεσσαλονίκης, Typosthes.gr, 05/02/2021 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία άντυγα
|