ἀργαλέος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀργαλέος < ἄλγ(ος), λ->ρ + -αλέος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαἀργαλέος, -α, -ον , συγκριτικός :ἀργαλεώτερος, υπερθετικός : ἀργαλεώτατος
- σκληρός, αφόρητος, επίπονος, οδυνηρός, τραχύς, δύσκολος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 87 (85-87)
- οἷσιν ἄρα Ζεὺς | ἐκ νεότητος ἔδωκε καὶ ἐς γῆρας τολυπεύειν | ἀργαλέους πολέμους, ὄφρα φθιόμεσθα ἕκαστος.
- που ο Ζευς από τα νιάτα | ως εις το γήρας έδωκε μ᾽ ανδρειά ν᾽ αγωνισθούμε | ως εις την ύστερην πνοήν τρομακτικούς πολέμους.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- οἷσιν ἄρα Ζεὺς | ἐκ νεότητος ἔδωκε καὶ ἐς γῆρας τολυπεύειν | ἀργαλέους πολέμους, ὄφρα φθιόμεσθα ἕκαστος.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 385 (384-388)
- Τοῖς δὲ πανημερίοις ἔριδος μέγα νεῖκος ὀρώρει | ἀργαλέης· καμάτῳ δὲ καὶ ἱδρῷ νωλεμὲς αἰεὶ | γούνατά τε κνῆμαί τε πόδες θ᾽ ὑπένερθεν ἑκάστου | χεῖρές τ᾽ ὀφθαλμοί τε παλάσσετο μαρναμένοιιν | ἀμφ᾽ ἀγαθὸν θεράποντα ποδώκεος Αἰακίδαο.
- Κι είχαν με πείσμα ολήμερον δεινού πολέμου αγώνα | και απ᾽ τον κόπον ίδρωτας δεν έπαυε να ραίνει | τες κνήμες των, τα γόνατα, τα πόδια και τα χέρια, | πατόκορφα ως τα βλέφαρα, καθώς αγωνιζόνταν | για τον λαμπρόν ακόλουθον του θείου Αχιλλέως.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Τοῖς δὲ πανημερίοις ἔριδος μέγα νεῖκος ὀρώρει | ἀργαλέης· καμάτῳ δὲ καὶ ἱδρῷ νωλεμὲς αἰεὶ | γούνατά τε κνῆμαί τε πόδες θ᾽ ὑπένερθεν ἑκάστου | χεῖρές τ᾽ ὀφθαλμοί τε παλάσσετο μαρναμένοιιν | ἀμφ᾽ ἀγαθὸν θεράποντα ποδώκεος Αἰακίδαο.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 544 (543-545)
- Ἂψ δ᾽ ἐπὶ Πατρόκλῳ τέτατο κρατερὴ ὑσμίνη | ἀργαλέη πολύδακρυς, ἔγειρε δὲ νεῖκος Ἀθήνη | οὐρανόθεν καταβᾶσα·
- Και πάλι μάχη λυσσερή στον Πάτροκλον επάνω | άναψε πολυδάκρυτη, ότ᾽ ήλθεν ουρανόθεν | να τους κινήσ᾽ η Αθηνά
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ἂψ δ᾽ ἐπὶ Πατρόκλῳ τέτατο κρατερὴ ὑσμίνη | ἀργαλέη πολύδακρυς, ἔγειρε δὲ νεῖκος Ἀθήνη | οὐρανόθεν καταβᾶσα·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας Βακχυλίδης, Επίνικοι, 11.72, (11.69-11.72)
- λίσσοντο δὲ παῖδας Ἄβαντος | γᾶν πολύκριθον λαχώντας | Τίρυνθα τὸν ὁπλώτερον | κτίζειν, πρὶν ἐς ἀργαλέαν πεσεῖν ἀνάγκαν·
- κι εκείνους, του Άβαντα τους γιους, θερμά παρακαλούσαν, | η οδυνηρή πριν τους σφίξει ανάγκη, | να μοιράσουν τα χωράφια, | γη με το πολύ κριθάρι, | και την Τίρυνθα να χτίσει | ο πιο νέος.
- Μετάφραση (2012): Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
- λίσσοντο δὲ παῖδας Ἄβαντος | γᾶν πολύκριθον λαχώντας | Τίρυνθα τὸν ὁπλώτερον | κτίζειν, πρὶν ἐς ἀργαλέαν πεσεῖν ἀνάγκαν·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 764 (763-765)
- ποθεῖτ᾽ ἴσως τοὺς ἄνδρας· ἡμᾶς δ᾽ οὐκ οἴει | ποθεῖν ἐκείνους; ἀργαλέας γ᾽ εὖ οἶδ᾽ ὅτι | ἄγουσι νύκτας.
- Τους άντρες σας ποθείτε! Μα θαρρείτε | κι αυτοί δε μας ποθούνε; Μαύρες νύχτες | περνάνε!
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- ποθεῖτ᾽ ἴσως τοὺς ἄνδρας· ἡμᾶς δ᾽ οὐκ οἴει | ποθεῖν ἐκείνους; ἀργαλέας γ᾽ εὖ οἶδ᾽ ὅτι | ἄγουσι νύκτας.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 87 (85-87)
- (για πρόσωπα) ενοχλητικός
Παράγωγα
επεξεργασία- ἀργαλεότης
- ἀργαλέως (επίρρημα)
Πηγές
επεξεργασία- ἀργαλέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀργαλέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.