Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
Παρατηρήσεις:  Παρακαλούμε έναν φιλόλογο να ελέγξει την κλίση, και τις σημειώσεις στο Παράρτημα. Ευχαριστούμε ‑‑Sarri.greek  | 17:22, 23 Αυγούστου 2022 (UTC)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / ἀπορρώξ οἱ/αἱ ἀπορρῶγες
      γενική τοῦ/τῆς ἀπορρῶγος τῶν ἀπορρώγων
      δοτική τῷ/τῇ ἀπορρῶγ τοῖς/ταῖς ἀπορρῶξ(ν)
επικός ἀπορρώγεσσιν
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀπορρῶγ τοὺς/τὰς ἀπορρῶγᾰς
     κλητική ! ἀπορρώξ ἀπορρῶγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀπορρῶγε
γεν-δοτ τοῖν  ἀπορρῶγοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἀπορρώξ' όπως «ἀπορρώξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπορρώξ < ἀπορρήγνυμι, θέμα: μεταπτωτική βαθμίδα ἀπο-ῥωγ- (όπως ῥήγνυμι - ῥωγμή)[1] + > -ωγς > -ώξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀπορρώξ, -ῶγος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (αρσενικό ή θηλυκό ως επίθετο μονοκατάληκτο) κομμένος έντονα με απότομο αποτέλεσμα, τραχύς, απόκρημνος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 13 (ν. Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων καὶ ἄφιξις εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 98 (96-101)
    Φόρκυνος δέ τίς ἐστι λιμήν, ἁλίοιο γέροντος,
    ἐν δήμῳ Ἰθάκης· δύο δὲ προβλῆτες ἐν αὐτῷ
    ἀκταὶ ἀποῤῥῶγες, λιμένος πότι πεπτηυῖαι,
    αἵ τ' ἀνέμων σκεπόωσι δυσαήων μέγα κῦμα
    ἔκτοθεν· ἔντοσθεν δέ τ' ἄνευ δεσμοῖο μένουσι
    [100]
    νῆες ἐΰσσελμοι, ὅτ' ἂν ὅρμου μέτρον ἵκωνται.
    Βρίσκεται εκεί, στη χώρα της Ιθάκης, του Φόρκυνα, ενάλιου γέροντα, / λιμάνι· δυο κάβοι απόκρημνοι το ορίζουν, / που προς τα μέσα χαμηλώνουν και το κλείνουν, / κρατώντας το μεγάλο κύμα απέξω, όταν οι άνεμοι λυσσομανούν.
    Μετάφραση (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης, @greek-language.gr
  2. (θηλυκό)
    1. απόκομμα, κάτι που έχει κοπεί
    2. απόσταγμα, κάτι που έχει βγει από υγρό
      εκφράσεις: ἀπορρὼξ νέκταρος

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «ρωγμή» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.