Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀνέκπλυτος τὸ ἀνέκπλυτον
      γενική τοῦ/τῆς ἀνεκπλύτου τοῦ ἀνεκπλύτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀνεκπλύτ τῷ ἀνεκπλύτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀνέκπλυτον τὸ ἀνέκπλυτον
     κλητική ! ἀνέκπλυτε ἀνέκπλυτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀνέκπλυτοι τὰ ἀνέκπλυτ
      γενική τῶν ἀνεκπλύτων τῶν ἀνεκπλύτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀνεκπλύτοις τοῖς ἀνεκπλύτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀνεκπλύτους τὰ ἀνέκπλυτ
     κλητική ! ἀνέκπλυτοι ἀνέκπλυτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀνεκπλύτω τὼ ἀνεκπλύτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀνεκπλύτοιν τοῖν ἀνεκπλύτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀνέκπλυτος < ἀν- στερητικό + ἔκπλυτος. Μορφολογικά αναλύεται σε ἀν- + ἔκ- + -πλυτος.

  Επίθετο επεξεργασία

ἀνέκπλυτος, -ος, -ον

  1. που δεν ξεπλένεται, ανεξάλειπτος, ανεξίτηλος
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Τίμαιος, 26c @scaife.perseus
    ὥστε οἷον ἐγκαύματα ἀνεκπλύτου γραφῆς ἔμμονά μοι γέγονεν·
     αντώνυμα: ἔκπλυτος
  2. (μεταφορικά) ανεξάλειπτος
    ※  1ος↓ αιώνας Φίλων ο Ιουδαίος, De Specialibus Legibus (lib. i‑iv), 3.89, @scaife.perseus
    τοὺς δὲ ἐνόχους ἀνεκπλύτοις ἄγεσιν, ὧν τὰ μιάσματα οὐδεὶς ἀπονίψει χρόνος, ἄξιον ἐπιφοιτᾶν καὶ ἐνδιατρίβειν τοῖς ἕδεσιν, οὓς οὐδ’ ἂν οἰκία δέξαιτο κοσμίων ἀνδρῶν οἷς μέλει τῶν ὁσίων;
    λείπει η μετάφραση

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία