Δείτε επίσης: αμετάπτωτος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀμετάπτωτος τὸ ἀμετάπτωτον
      γενική τοῦ/τῆς ἀμεταπτώτου τοῦ ἀμεταπτώτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀμεταπτώτ τῷ ἀμεταπτώτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀμετάπτωτον τὸ ἀμετάπτωτον
     κλητική ! ἀμετάπτωτε ἀμετάπτωτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀμετάπτωτοι τὰ ἀμετάπτωτ
      γενική τῶν ἀμεταπτώτων τῶν ἀμεταπτώτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀμεταπτώτοις τοῖς ἀμεταπτώτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀμεταπτώτους τὰ ἀμετάπτωτ
     κλητική ! ἀμετάπτωτοι ἀμετάπτωτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀμεταπτώτω τὼ ἀμεταπτώτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀμεταπτώτοιν τοῖν ἀμεταπτώτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀμετάπτωτος < ἀ- στερητικό + μεταπίπτω

  Επίθετο επεξεργασία

ἀμετάπτωτος, -ος, -ον

  1. σταθερός, αμετάβλητος, μόνιμος
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Τίμαιος, 29b @scaife.perseus.org
    ὧδε οὖν περί τε εἰκόνος καὶ περὶ τοῦ παραδείγματος αὐτῆς διοριστέον, ὡς ἄρα τοὺς λόγους, ὧνπέρ εἰσιν ἐξηγηταί, τούτων αὐτῶν καὶ συγγενεῖς ὄντας· τοῦ μὲν οὖν μονίμου καὶ βεβαίου καὶ μετὰ νοῦ καταφανοῦς μονίμους καὶ ἀμεταπτώτους
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Τοπικά, 6.2 @scaife.perseus
    Ἄλλος, εἰ κατὰ μεταφορὰν εἴρηκεν, οἷον εἰ τὴν ἐπιστήμην ἀμετάπτωτον ἢ τὴν γῆν τιθήνην ἢ τὴν σωφροσύνην συμφωνίαν. Πᾶν γὰρ ἀσαφὲς τὸ κατὰ μεταφορὰν λεγόμενον.
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Μεγάλα, @scaife.perseus 2.11.21
    ἡ μὲν γὰρ ἀρετὴ ἀμετάπτωτον, διʼ ἣν ἡ φιλία, ὥστε εἰκὸς τὴν φιλίαν τὴν τοιαύτην ἀμετάπτωτον εἶναι, τὸ δὲ συμφέρον οὐδέποτε ταὐτόν· διὸ ἡ διὰ τὸ συμφέρον φιλία οὐ βεβαία, ἀλλὰ τῷ συμφέροντι συμμεταπίπτει·
    αφού η μεν αρετή, στην οποία βασίζεται η φιλία, είναι αμετάβλητη, συνεπώς είναι φυσικό να είναι σταθερή αυτή η φιλία, ενώ το συμφέρον ποτέ δεν είναι σταθερό. Γι 'αυτό η φιλία, που γίνεται για το συμφέρον δεν είναι σίγουρη, αλλά μεταβάλλεται ανάλογα με το συμφέρον.
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
     αντώνυμα: εὐμετάπτωτος
  2. (για φάρμακο) που δεν χάνει τη δραστικότητά του

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία