ἀκράχολος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀκράχολος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἀκράχολος, -ος, -ον, υπερθετικός : ἀκραχολώτατος
- οξύθυμος, οργίλος, αψύς
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 3, 411c
- ἀκράχολοι οὖν καὶ ὀργίλοι ἀντὶ θυμοειδοῦς γεγένηνται, δυσκολίας ἔμπλεῳ.
- Και αντί γενναίος που ήταν, να έχει καταντήσει οξύθυμος και ευερέθιστος, και γενικά δύστροπος και ασυμβίβαστος.
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- ἀκράχολοι οὖν καὶ ὀργίλοι ἀντὶ θυμοειδοῦς γεγένηνται, δυσκολίας ἔμπλεῳ.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 41 (40-41)
- λέγοιμ᾽ ἂν ἤδη. νῷν γάρ ἐστι δεσπότης | ἄγροικος ὀργήν, κυαμοτρώξ, ἀκράχολος,
- Λοιπόν, ακούστε· έχουμε ένα αφεντικό | με άγαρμπο φυσικό, κουκιών-τραγανιστή, ζοχαδιάρη,
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- λέγοιμ᾽ ἂν ἤδη. νῷν γάρ ἐστι δεσπότης | ἄγροικος ὀργήν, κυαμοτρώξ, ἀκράχολος,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 3, 411c
- πολύ θλιμμένος, πολύ λυπημένος
- (για ζώο) άγριος, κακόθυμος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 594 @poesialatina.it, @google.gr/books
- καὶ κύων ἀκράχολος | Ἑκάτης ἄγαλμα φωσφόρου γενήσομαι.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 10, 40 432c, @scaife.perseus, @el.wikisource
- γέροντα Θάσιον τόν τε γῆς ἀπ’ Ἀτθίδος
ἑσμὸν μελίσσης τῆς ἀκραχόλου γλυκὺν
συγκυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου,- ΣτΕ: Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης παραθέτει ένα απόσπασμα του ποιητή Επίνικου.
- γέροντα Θάσιον τόν τε γῆς ἀπ’ Ἀτθίδος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 594 @poesialatina.it, @google.gr/books
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀκράχολος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκράχολος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.