Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀθλοφόρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀθλοφόρος. Συγχρονικά αναλύεται σε ἀθλο- + -φόρος

ἀθλοφόρος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀθλοφόρος τὸ ἀθλοφόρον
      γενική τοῦ/τῆς ἀθλοφόρου τοῦ ἀθλοφόρου
      δοτική τῷ/τῇ ἀθλοφόρ τῷ ἀθλοφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀθλοφόρον τὸ ἀθλοφόρον
     κλητική ! ἀθλοφόρε ἀθλοφόρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀθλοφόροι τὰ ἀθλοφόρ
      γενική τῶν ἀθλοφόρων τῶν ἀθλοφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀθλοφόροις τοῖς ἀθλοφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀθλοφόρους τὰ ἀθλοφόρ
     κλητική ! ἀθλοφόροι ἀθλοφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀθλοφόρω τὼ ἀθλοφόρω
      γεν-δοτ τοῖν ἀθλοφόροιν τοῖν ἀθλοφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

ἀθλοφόρος, -ος, -ον

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία