ἀθλοφόρος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀθλοφόρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀθλοφόρος. Συγχρονικά αναλύεται σε ἀθλο- + -φόρος
Επίθετο επεξεργασία
ἀθλοφόρος
- (για μάρτυρα) νικητής, που παίρνει το έπαθλο
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Ανωνύμου, Διγενής Ακρίτης χφ Grottaferrata, I 120, 14ος αιώνας
- τῶν ἀθλοφόρων καὶ μεγάλων μαρτύρων
- ※ 16ος αιώνας Παΐσιος Αγιαποστολίτης, μητροπολίτης Pόδου, Ἱστορία τοῦ ἁγίου ὄρους Σινᾶ, 2175
- Γεώργιον φασὶ τὸν μέγαν ἀθλοφόρον
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Ανωνύμου, Διγενής Ακρίτης χφ Grottaferrata, I 120, 14ος αιώνας
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- αθλοφόρος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.117, Τόμος Α - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης). Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀθλοφόρος < ἀθλο- (< αρχαία ελληνική ἆθλον) + -φόρος
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ἀθλοφόρος
Επίθετο επεξεργασία
ἀθλοφόρος, -ος, -ον
Άλλες μορφές επεξεργασία
επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ἆθλος
Πηγές επεξεργασία
- ἀθλοφόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀθλοφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.