Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ωριόπλουμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ωριόπλουμ
ος
η
ωριόπλουμ
η
το
ωριόπλουμ
ο
γενική
του
ωριόπλουμ
ου
της
ωριόπλουμ
ης
του
ωριόπλουμ
ου
αιτιατική
τον
ωριόπλουμ
ο
την
ωριόπλουμ
η
το
ωριόπλουμ
ο
κλητική
ωριόπλουμ
ε
ωριόπλουμ
η
ωριόπλουμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ωριόπλουμ
οι
οι
ωριόπλουμ
ες
τα
ωριόπλουμ
α
γενική
των
ωριόπλουμ
ων
των
ωριόπλουμ
ων
των
ωριόπλουμ
ων
αιτιατική
τους
ωριόπλουμ
ους
τις
ωριόπλουμ
ες
τα
ωριόπλουμ
α
κλητική
ωριόπλουμ
οι
ωριόπλουμ
ες
ωριόπλουμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ωριόπλουμος
<
ώριος
+
πλουμί
Επίθετο
επεξεργασία
ωριόπλουμος, -η, -ο
και
ωραιόπλουμος
ωραία
στολισμένος
(
κατ’ επέκταση
)
όμορφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ωριόπλουμος