Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωραιόπλουμος η ωραιόπλουμη το ωραιόπλουμο
      γενική του ωραιόπλουμου της ωραιόπλουμης του ωραιόπλουμου
    αιτιατική τον ωραιόπλουμο την ωραιόπλουμη το ωραιόπλουμο
     κλητική ωραιόπλουμε ωραιόπλουμη ωραιόπλουμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωραιόπλουμοι οι ωραιόπλουμες τα ωραιόπλουμα
      γενική των ωραιόπλουμων των ωραιόπλουμων των ωραιόπλουμων
    αιτιατική τους ωραιόπλουμους τις ωραιόπλουμες τα ωραιόπλουμα
     κλητική ωραιόπλουμοι ωραιόπλουμες ωραιόπλουμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωραιόπλουμος < ωραίος + πλουμί

  Επίθετο επεξεργασία

ωραιόπλουμος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη  ωριόπλουμος