↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωογόνος η ωογόνος
ωογόνα
το ωογόνο
      γενική του ωογόνου της ωογόνου
ωογόνας
του ωογόνου
    αιτιατική τον ωογόνο την ωογόνο
ωογόνα
το ωογόνο
     κλητική ωογόνε ωογόνε
ωογόνα
ωογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωογόνοι οι ωογόνοι
ωογόνες
τα ωογόνα
      γενική των ωογόνων των ωογόνων των ωογόνων
    αιτιατική τους ωογόνους τις ωογόνους
ωογόνες
τα ωογόνα
     κλητική ωογόνοι ωογόνοι
ωογόνες
ωογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ωογόνος < ὠογόνος στην καθαρεύουσα < ᾠόν + γίγνομαι

  Επίθετο

επεξεργασία

ωογόνος, -ος/-α, -ο

  1. που γεννά αβγά
  2. που γεννά ωάρια


Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία