ψυχοδραστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ψυχοδραστικός, -ή, -ό
- που επιδρά στην ψυχή, που αλλάζει την ψυχική διάθεση και τη συμπεριφορά
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψυχοδραστικός
|