ψυχιατροδικαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψυχιατροδικαστικός < ψυχιατρικός + -ο- + δικαστικός
Επίθετο επεξεργασία
ψυχιατροδικαστικός
- που σχετίζεται με την ψυχιατρική προσέγγιση δικαστικών υποθέσεων
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψυχιατροδικαστικός
|