Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψηφιδωτός η ψηφιδωτή το ψηφιδωτό
      γενική του ψηφιδωτού της ψηφιδωτής του ψηφιδωτού
    αιτιατική τον ψηφιδωτό την ψηφιδωτή το ψηφιδωτό
     κλητική ψηφιδωτέ ψηφιδωτή ψηφιδωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψηφιδωτοί οι ψηφιδωτές τα ψηφιδωτά
      γενική των ψηφιδωτών των ψηφιδωτών των ψηφιδωτών
    αιτιατική τους ψηφιδωτούς τις ψηφιδωτές τα ψηφιδωτά
     κλητική ψηφιδωτοί ψηφιδωτές ψηφιδωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψηφιδωτός (μαρτυρείται από το 1889)[1] < ψηφίδα < αρχαία ελληνική ψηφίς < ψήφος

  Επίθετο επεξεργασία

ψηφιδωτός, -η, -ο

  1. που συσχετίζεται με ή έχει μορφή όπως το ψηφιδωτό, το μωσαϊκό, που είναι φτιαγμένος από ψηφίδες ή που έχει σχέση με την τέχνη αυτή
    ψηφιδωτός διάκοσμος

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 1137, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου