Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψηφίδωμα τα ψηφιδώματα
      γενική του ψηφιδώματος των ψηφιδωμάτων
    αιτιατική το ψηφίδωμα τα ψηφιδώματα
     κλητική ψηφίδωμα ψηφιδώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψηφίδωμα < ψηφίδ(α) + -ωμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /psiˈfi.ðo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψη‐φί‐δω‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψηφίδωμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία