↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μωσαϊκός η μωσαϊκή το μωσαϊκό
      γενική του μωσαϊκού της μωσαϊκής του μωσαϊκού
    αιτιατική τον μωσαϊκό τη μωσαϊκή το μωσαϊκό
     κλητική μωσαϊκέ μωσαϊκή μωσαϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μωσαϊκοί οι μωσαϊκές τα μωσαϊκά
      γενική των μωσαϊκών των μωσαϊκών των μωσαϊκών
    αιτιατική τους μωσαϊκούς τις μωσαϊκές τα μωσαϊκά
     κλητική μωσαϊκοί μωσαϊκές μωσαϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μωσαϊκός < {ανθρωπωνύμιο) Μωυσής + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

μωσαϊκός, -ή, -ό (το ουδέτερο φέρεται ουσιαστικοποιημένο)

  1. (θρησκεία): που ανήκει, σχετίζεται ή αναφέρεται στον Μωυσή
    • «Μωσαϊκός νόμος»: ο δεκάλογος ή αλλιώς οι δέκα εντολές, ο κώδικας νόμων και διατάξεων που σύμφωνα με τη Βίβλο δόθηκαν από τον Θεό στον λαό του Ισραήλ μέσω του Μωυσή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία