Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɔ.za.ik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mosaïque mosaïques

mosaïque (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mosaïque (fr) θηλυκό