ψηφιδοθέτηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψηφιδοθέτηση | οι | ψηφιδοθετήσεις |
γενική | της | ψηφιδοθέτησης* | των | ψηφιδοθετήσεων |
αιτιατική | την | ψηφιδοθέτηση | τις | ψηφιδοθετήσεις |
κλητική | ψηφιδοθέτηση | ψηφιδοθετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψηφιδοθετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαψηφιδοθέτηση θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ψηφοθέτηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψηφιδοθέτηση
|