ψευδοδυσφαγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψευδοδυσφαγία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pseudodysphagia < pseudo- + dysphagia < αρχαία ελληνική ψευδής + δύσ- + -φαγία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψευδοδυσφαγία θηλυκό
- (ιατρική, ψυχολογία) κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο αισθάνεται δυσκολία ή φόβο κατάποσης, χωρίς να υπάρχει οργανική ή λειτουργική αιτία που να δικαιολογεί αυτό το αίσθημα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψευδοδυσφαγία