ψαφαρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψαφαρός < ψάω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαψαφαρός, -ά, -όν
- αυτός που θρυμματίζεται εύκολα και γίνεται σκόνη, κομμάτια, ο εύθρυπτος, αμμώδης, κοκκώδης
- χαλαρός, μαλακός
- αραιός
- στυφός
- που έχει το χρώμα της σκόνης
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ιωνικός τύπος : ψαφερός, -ή, -όν
- ψαθυρός
Πηγές
επεξεργασία- ψαφαρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψαφαρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.