Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ψαφαρᾱ́ (με μακρά κατάληξη ᾱ)

  1. ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ψαφαρός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού, θηλυκού γένους του ψαφαρός

ψαφαρᾰ́ (με βραχεία κατάληξη ᾰ)