↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χωροθετημένος η χωροθετημένη το χωροθετημένο
      γενική του χωροθετημένου της χωροθετημένης του χωροθετημένου
    αιτιατική τον χωροθετημένο τη χωροθετημένη το χωροθετημένο
     κλητική χωροθετημένε χωροθετημένη χωροθετημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χωροθετημένοι οι χωροθετημένες τα χωροθετημένα
      γενική των χωροθετημένων των χωροθετημένων των χωροθετημένων
    αιτιατική τους χωροθετημένους τις χωροθετημένες τα χωροθετημένα
     κλητική χωροθετημένοι χωροθετημένες χωροθετημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

χωροθετημένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία