Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χωροθετώ < χωρο- + -θετώ

  Ρήμα επεξεργασία

χωροθετώ (παθητική φωνή: χωροθετούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία