χωροθετώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαχωροθετώ (παθητική φωνή: χωροθετούμαι)
- (λόγιο) τοποθετώ κάτι σε κάποιο χώρο (βάσει κάποιου χωροταξικού σχεδιασμού)
Συγγενικά
επεξεργασία- αποχωροθέτηση
- αχωροθέτητος
- χωροθετημένος
- χωροθέτηση
- → δείτε τις λέξεις χώρος και θέτω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χωροθετώ | χωροθετούσα | θα χωροθετώ | να χωροθετώ | χωροθετώντας | |
β' ενικ. | χωροθετείς | χωροθετούσες | θα χωροθετείς | να χωροθετείς | ||
γ' ενικ. | χωροθετεί | χωροθετούσε | θα χωροθετεί | να χωροθετεί | ||
α' πληθ. | χωροθετούμε | χωροθετούσαμε | θα χωροθετούμε | να χωροθετούμε | ||
β' πληθ. | χωροθετείτε | χωροθετούσατε | θα χωροθετείτε | να χωροθετείτε | χωροθετείτε | |
γ' πληθ. | χωροθετούν(ε) | χωροθετούσαν(ε) | θα χωροθετούν(ε) | να χωροθετούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χωροθέτησα | θα χωροθετήσω | να χωροθετήσω | χωροθετήσει | ||
β' ενικ. | χωροθέτησες | θα χωροθετήσεις | να χωροθετήσεις | χωροθέτησε | ||
γ' ενικ. | χωροθέτησε | θα χωροθετήσει | να χωροθετήσει | |||
α' πληθ. | χωροθετήσαμε | θα χωροθετήσουμε | να χωροθετήσουμε | |||
β' πληθ. | χωροθετήσατε | θα χωροθετήσετε | να χωροθετήσετε | χωροθετήστε | ||
γ' πληθ. | χωροθέτησαν χωροθετήσαν(ε) |
θα χωροθετήσουν(ε) | να χωροθετήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χωροθετήσει | είχα χωροθετήσει | θα έχω χωροθετήσει | να έχω χωροθετήσει | ||
β' ενικ. | έχεις χωροθετήσει | είχες χωροθετήσει | θα έχεις χωροθετήσει | να έχεις χωροθετήσει | ||
γ' ενικ. | έχει χωροθετήσει | είχε χωροθετήσει | θα έχει χωροθετήσει | να έχει χωροθετήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χωροθετήσει | είχαμε χωροθετήσει | θα έχουμε χωροθετήσει | να έχουμε χωροθετήσει | ||
β' πληθ. | έχετε χωροθετήσει | είχατε χωροθετήσει | θα έχετε χωροθετήσει | να έχετε χωροθετήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χωροθετήσει | είχαν χωροθετήσει | θα έχουν χωροθετήσει | να έχουν χωροθετήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χωροθετούμαι | χωροθετούμουν | θα χωροθετούμαι | να χωροθετούμαι | χωροθετούμενος | |
β' ενικ. | χωροθετείσαι | χωροθετούσουν | θα χωροθετείσαι | να χωροθετείσαι | ||
γ' ενικ. | χωροθετείται | χωροθετούνταν | θα χωροθετείται | να χωροθετείται | ||
α' πληθ. | χωροθετούμαστε | χωροθετούμασταν χωροθετούμαστε |
θα χωροθετούμαστε | να χωροθετούμαστε | ||
β' πληθ. | χωροθετείστε | χωροθετούσασταν χωροθετούσαστε |
θα χωροθετείστε | να χωροθετείστε | χωροθετείστε | |
γ' πληθ. | χωροθετούνται | χωροθετούνταν | θα χωροθετούνται | να χωροθετούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χωροθετήθηκα | θα χωροθετηθώ | να χωροθετηθώ | χωροθετηθεί | ||
β' ενικ. | χωροθετήθηκες | θα χωροθετηθείς | να χωροθετηθείς | χωροθετήσου | ||
γ' ενικ. | χωροθετήθηκε | θα χωροθετηθεί | να χωροθετηθεί | |||
α' πληθ. | χωροθετηθήκαμε | θα χωροθετηθούμε | να χωροθετηθούμε | |||
β' πληθ. | χωροθετηθήκατε | θα χωροθετηθείτε | να χωροθετηθείτε | χωροθετηθείτε | ||
γ' πληθ. | χωροθετήθηκαν χωροθετηθήκαν(ε) |
θα χωροθετηθούν(ε) | να χωροθετηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χωροθετηθεί | είχα χωροθετηθεί | θα έχω χωροθετηθεί | να έχω χωροθετηθεί | χωροθετημένος | |
β' ενικ. | έχεις χωροθετηθεί | είχες χωροθετηθεί | θα έχεις χωροθετηθεί | να έχεις χωροθετηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει χωροθετηθεί | είχε χωροθετηθεί | θα έχει χωροθετηθεί | να έχει χωροθετηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χωροθετηθεί | είχαμε χωροθετηθεί | θα έχουμε χωροθετηθεί | να έχουμε χωροθετηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε χωροθετηθεί | είχατε χωροθετηθεί | θα έχετε χωροθετηθεί | να έχετε χωροθετηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χωροθετηθεί | είχαν χωροθετηθεί | θα έχουν χωροθετηθεί | να έχουν χωροθετηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χωροθετημένος - είμαστε, είστε, είναι χωροθετημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χωροθετημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χωροθετημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χωροθετημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χωροθετημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χωροθετημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χωροθετημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία χωροθετώ
|