χωροθέτηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χωροθέτηση | οι | χωροθετήσεις |
γενική | της | χωροθέτησης* | των | χωροθετήσεων |
αιτιατική | τη | χωροθέτηση | τις | χωροθετήσεις |
κλητική | χωροθέτηση | χωροθετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χωροθετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχωροθέτηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χωροθετώ