αποχωροθέτηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποχωροθέτηση | οι | αποχωροθετήσεις |
γενική | της | αποχωροθέτησης* | των | αποχωροθετήσεων |
αιτιατική | την | αποχωροθέτηση | τις | αποχωροθετήσεις |
κλητική | αποχωροθέτηση | αποχωροθετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποχωροθετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποχωροθέτηση < απο- + χωροθέτηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποχωροθέτηση θηλυκό
- (νεολογισμός) (σπάνιο) η απομάκρυνση κάποιων εγκαταστάσεων ή δραστηριοτήτων από τον χωροταξικό σχεδιασμό και τοποθέτηση
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποχωροθέτηση
|