↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχωροθέτητος η αχωροθέτητη το αχωροθέτητο
      γενική του αχωροθέτητου της αχωροθέτητης του αχωροθέτητου
    αιτιατική τον αχωροθέτητο την αχωροθέτητη το αχωροθέτητο
     κλητική αχωροθέτητε αχωροθέτητη αχωροθέτητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχωροθέτητοι οι αχωροθέτητες τα αχωροθέτητα
      γενική των αχωροθέτητων των αχωροθέτητων των αχωροθέτητων
    αιτιατική τους αχωροθέτητους τις αχωροθέτητες τα αχωροθέτητα
     κλητική αχωροθέτητοι αχωροθέτητες αχωροθέτητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αχωροθέτητος < α- + χωροθετώ + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αχωροθέτητος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία