Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χορωδιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χορωδιακ
ός
η
χορωδιακ
ή
το
χορωδιακ
ό
γενική
του
χορωδιακ
ού
της
χορωδιακ
ής
του
χορωδιακ
ού
αιτιατική
τον
χορωδιακ
ό
τη
χορωδιακ
ή
το
χορωδιακ
ό
κλητική
χορωδιακ
έ
χορωδιακ
ή
χορωδιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χορωδιακ
οί
οι
χορωδιακ
ές
τα
χορωδιακ
ά
γενική
των
χορωδιακ
ών
των
χορωδιακ
ών
των
χορωδιακ
ών
αιτιατική
τους
χορωδιακ
ούς
τις
χορωδιακ
ές
τα
χορωδιακ
ά
κλητική
χορωδιακ
οί
χορωδιακ
ές
χορωδιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χορωδιακός
<
χορωδία
+
-ακός
(
μεταφραστικό δάνειο
από
τη γαλλική
choral
)
Επίθετο
επεξεργασία
χορωδιακός
που έχει
σχέση
με μια
χορωδία
, ανήκει σ’ αυτή, εκτελείται απ’ αυτή ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
χορωδιακά
→
δείτε
τις λέξεις
χορωδία
,
χορός
και
άδω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χορωδιακός
αγγλικά
:
choral
(en)