Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χορωδιακός η χορωδιακή το χορωδιακό
      γενική του χορωδιακού της χορωδιακής του χορωδιακού
    αιτιατική τον χορωδιακό τη χορωδιακή το χορωδιακό
     κλητική χορωδιακέ χορωδιακή χορωδιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χορωδιακοί οι χορωδιακές τα χορωδιακά
      γενική των χορωδιακών των χορωδιακών των χορωδιακών
    αιτιατική τους χορωδιακούς τις χορωδιακές τα χορωδιακά
     κλητική χορωδιακοί χορωδιακές χορωδιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χορωδιακός < χορωδία + -ακός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική choral)

  Επίθετο επεξεργασία

χορωδιακός

  • που έχει σχέση με μια χορωδία, ανήκει σ’ αυτή, εκτελείται απ’ αυτή ή αναφέρεται σ’ αυτή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία