χορωδιακό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χορωδιακό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χορωδιακός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχορωδιακό ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαχορωδιακό
- αιτιατική ενικού του χορωδιακός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του χορωδιακός