χοντρόπετσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xonˈdɾo.pe.t͡sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐ντρό‐πε‐τσος
Επίθετο
επεξεργασίαχοντρόπετσος, -η, -ο
- που έχει χοντρό δέρμα, πετσί ή φλούδα
- ⮡ Να το ξεφλουδίσεις αυτό το ραδάκινο, γιατί είναι πολύ χοντρόπετσο.
- (μεταφορικά, μειωτικό) που δείχνει να μην έχει ευαισθησίες
- ≈ συνώνυμα: παχύδερμος, παχύδερμο (ουδέτερο), αναίσθητος, ασυγκίνητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία με χοντρό πετσί
|
(μεταφορικά)
|
Πηγές
επεξεργασία- χοντρόπετσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας