χιλιάκριβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχιλιάκριβος
- πολυαγαπημένος, λατρεμένος, πολύτιμος (για ανθρώπους)
- ανεκτίμητος, μεγάλης αξίας για ιδέες, αφηρημένα ουσιαστικά (λευτεριά, πατρίδα, χρόνος)
Μεταφράσεις
επεξεργασία χιλιάκριβος