↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χερόβολο τα χερόβολα
      γενική του χερόβολου των χερόβολων
    αιτιατική το χερόβολο τα χερόβολα
     κλητική χερόβολο χερόβολα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χερόβολο < μεσαιωνική ελληνική χερόβολο < αρχαία ελληνική χείρ + βάλλω. Μορφολογικά αναλύεται σε χερό- + -βολο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χερόβολο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία