χειρόβολο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χειρόβολο < χερόβολο < μεσαιωνική ελληνική χερόβολο < αρχαία ελληνική χείρ + βάλλω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χειρόβολο ουδέτερο
- άλλη μορφή του χερόβολο