πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαβάς οι χαβάδες
      γενική του χαβά των χαβάδων
    αιτιατική τον χαβά τους χαβάδες
     κλητική χαβά χαβάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
χαβάς < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική هوا‎, hava (αέρας, καιρός και μελωδικός σκοπός) + [1] < αραβική هَوَاء‎ (hawaa)[2]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαβάς αρσενικό

  1. ο σκοπός ενός τραγουδιού, η μελωδία [1]
    παράδειγμα  Μας ζάλισες μ' αυτό το τραγουδάκι... Δεν αλλάζεις χαβά;
  2. (μεταφορικά) μια συμπεριφορά που επαναλαμβάνεται[3] συνεχώς, με πείσμα[4] με αδιαφορία για την ενόχληση σε άλλους
    παράδειγμα  Δεν βγάλαμε άκρη στη συνέλευση, γιατί ο καθένας είχε το χαβά του. (την άποψή του)
    παράδειγμα  Σου το 'λεγα ότι πρέπει ν' αλλάξεις χαβά, αλλά εσύ, το βιολί σου!

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1 2 χαβάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. hava - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
  3. Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990
  4. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)