φύτευμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φύτευμα < καθαρεύουσα από την αρχαία ελληνική φύτευμα < φυτεύω
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φύτευμα ουδέτερο
- παρωχημένη λέξη για το φυτό και το φύτεμα, για κάτι που φυτεύεται -σήμερα απαντάται κυρίως σε σύνθετες λέξεις