φωσφορυλιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωσφορυλιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου φωσφορυλιώνω
Μετοχή
επεξεργασίαφωσφορυλιωμένος, -η, -ο
- που έχει υποστεί φωσφορυλίωση, που στο μόριό του φέρει πρόσθετα μία φωσφορυλομάδα μετά από σχετική χημική αντίδραση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φωσφορυλιωμένος
|