Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωσφορυλιωμένος η φωσφορυλιωμένη το φωσφορυλιωμένο
      γενική του φωσφορυλιωμένου της φωσφορυλιωμένης του φωσφορυλιωμένου
    αιτιατική τον φωσφορυλιωμένο τη φωσφορυλιωμένη το φωσφορυλιωμένο
     κλητική φωσφορυλιωμένε φωσφορυλιωμένη φωσφορυλιωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωσφορυλιωμένοι οι φωσφορυλιωμένες τα φωσφορυλιωμένα
      γενική των φωσφορυλιωμένων των φωσφορυλιωμένων των φωσφορυλιωμένων
    αιτιατική τους φωσφορυλιωμένους τις φωσφορυλιωμένες τα φωσφορυλιωμένα
     κλητική φωσφορυλιωμένοι φωσφορυλιωμένες φωσφορυλιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωσφορυλιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου φωσφορυλιώνω

  Μετοχή επεξεργασία

φωσφορυλιωμένος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία