Ετυμολογία

επεξεργασία
φωσφορυλιώνω < φωσφορύλιο + -ώνω

φωσφορυλιώνω, πρτ.: φωσφορυλίωνα, στ.μέλλ.: θα φωσφορυλιώσω, αόρ.: φωσφορυλίωσα, παθ.φωνή: φωσφορυλιώνομαι, μτχ.π.π.: φωσφορυλιωμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία