φωσφορύλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωσφορύλιο < αγγλική phosphoryl
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωσφορύλιο ουδέτερο
- (χημεία): τρισθενής ρίζα που προκύπτει από το μόριο φωσφορικού οξέος μετά την απομάκρυνση των τριών ομάδων υδροξυλίου του
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φωσφορύλιο
|