↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φωσφορύλιο τα φωσφορύλια
      γενική του φωσφορυλίου
φωσφορύλιου
των φωσφορυλίων
    αιτιατική το φωσφορύλιο τα φωσφορύλια
     κλητική φωσφορύλιο φωσφορύλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φωσφορύλιο < αγγλική phosphoryl

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φωσφορύλιο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία