φωσφορυλίωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φωσφορυλίωση | οι | φωσφορυλιώσεις |
γενική | της | φωσφορυλίωσης* | των | φωσφορυλιώσεων |
αιτιατική | τη | φωσφορυλίωση | τις | φωσφορυλιώσεις |
κλητική | φωσφορυλίωση | φωσφορυλιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φωσφορυλιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωσφορυλίωση < φωσφορύλιο, γαλλική phosphorylation
Ουσιαστικό επεξεργασία
φωσφορυλίωση θηλυκό
- (χημεία) η με χημική αντίδραση προσθήκη μιας φωσφορυλομάδας στο μόριο μιας χημικής ένωσης
Παράγωγα επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωσφορυλίωση
|