Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριφωσφορυλίωση οι τριφωσφορυλιώσεις
      γενική της τριφωσφορυλίωσης* των τριφωσφορυλιώσεων
    αιτιατική την τριφωσφορυλίωση τις τριφωσφορυλιώσεις
     κλητική τριφωσφορυλίωση τριφωσφορυλιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τριφωσφορυλιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριφωσφορυλίωση < τρι- + φωσφορυλίωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τριφωσφορυλίωση θηλυκό

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία