Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φρουρημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Συγγενικά
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φρουρημέν
ος
η
φρουρημέν
η
το
φρουρημέν
ο
γενική
του
φρουρημέν
ου
της
φρουρημέν
ης
του
φρουρημέν
ου
αιτιατική
τον
φρουρημέν
ο
τη
φρουρημέν
η
το
φρουρημέν
ο
κλητική
φρουρημέν
ε
φρουρημέν
η
φρουρημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φρουρημέν
οι
οι
φρουρημέν
ες
τα
φρουρημέν
α
γενική
των
φρουρημέν
ων
των
φρουρημέν
ων
των
φρουρημέν
ων
αιτιατική
τους
φρουρημέν
ους
τις
φρουρημέν
ες
τα
φρουρημέν
α
κλητική
φρουρημέν
οι
φρουρημέν
ες
φρουρημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
φρουρημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
φρουρώ
Αντώνυμα
επεξεργασία
αφρούρητος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
φρουρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φρουρημένος
αγγλικά
:
guarded
(en)