φριζαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φριζαρισμένος < φριζάρω + -μένος < γαλλική friser < πρωτογερμανική *frisaz (κατσαρός, σγουρομάλλης)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφριζαρισμένος ουδέτερο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φριζάρω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φριζάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία φριζαρισμένος
|