φρεσκαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φρεσκαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου φρεσκάρω
Μετοχή
επεξεργασίαφρεσκαρισμένος
- που νιώθει φρέσκος και είναι, που φρεσκαρίστηκε με ξεκούραση, μπάνιο ή άλλα μέσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία φρεσκαρισμένος