↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φορτωτήρας οι φορτωτήρες
      γενική του φορτωτήρα των φορτωτήρων
    αιτιατική τον φορτωτήρα τους φορτωτήρες
     κλητική φορτωτήρα φορτωτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φορτωτήρας < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φορτωτήρ, φορτώνω + -τήρ > -τήρας < αρχαία ελληνική φορτόω (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική loader) [1] Συγκρίνετε με το φορτωτήρα (θηλυκό).

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /foɾ.toˈti.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φορ‐τω‐τή‐ρας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φορτωτήρας αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος) μηχανική διάταξη - μέσο, φορτοεκφόρτωσης μεμονωμένων ή συσκευασμένων εμπορευμάτων που φέρονται συνηθέστερα στα πλοία
    ⮡  Οι φορτωτήρες διαφέρουν των γερανών, από το γεγονός αφενός ότι δεν είναι αυτόνομοι και αφετέρου στηρίζονται πάνω σε ιστούς.
  2. (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε μηχανική διάταξη ή μέσον με το οποίο επιχειρείται φορτοεκφόρτωση σε περιορισμένη κίνηση, όπως κλαρκ, μεταφορική ταινία, ατέρμων κοχλίας, κυλιόμενος διάδρομος κ.λπ.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία