Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φορτωτήρα οι φορτωτήρες
      γενική της φορτωτήρας των φορτωτηρών
    αιτιατική τη φορτωτήρα τις φορτωτήρες
     κλητική φορτωτήρα φορτωτήρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /foɾ.toˈti.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φορ‐τω‐τή‐ρα

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

φορτωτήρα < φορτωτήρας με μεταπλασμό σε θηλυκό, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική chargeuse [1] Συγκρίνετε με το φορτωτήρας.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φορτωτήρα θηλυκό

  1. άλλη μορφή του φορτωτήρας (αρσενικό)
  2. (ιδιωματικό, παρωχημένο) διχαλωτή κατασκευή που χρησιμοποιείται για την φορτοεκφόρτωση ζώων

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

φορτωτήρα: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

φορτωτήρα αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία