φορτωτήρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /foɾ.toˈti.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φορ‐τω‐τή‐ρα
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- φορτωτήρα < φορτωτήρας με μεταπλασμό σε θηλυκό, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική chargeuse [1] Συγκρίνετε με το φορτωτήρας.
Ουσιαστικό επεξεργασία
φορτωτήρα θηλυκό
- άλλη μορφή του φορτωτήρας (αρσενικό)
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) διχαλωτή κατασκευή που χρησιμοποιείται για την φορτοεκφόρτωση ζώων
Μεταφράσεις επεξεργασία
φορτωτήρα
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- φορτωτήρα: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
φορτωτήρα αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του φορτωτήρας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φορτωτήρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας