φιλοξενούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλοξενούμενος < φιλοξενούμαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιλοξενούμενος αρσενικό
- ο επισκέπτης, αυτός που τον υποδέχεται κάποιος στο σπίτι του ή στην περιοχή του
- η χορωδία θα είναι φιλοξενούμενη του Μεγάρου Μουσικής
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φιλόξενος