ενικός         πληθυντικός  
guest guests

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

guest (en)

  1. ο καλεσμένος, ο προσκεκλημένος, ο φιλοξενούμενος, ένα άτομο που έχω καλέσει στο σπίτι μου ή σε μια συγκεκριμένη εκδήλωση
    ⮡  What time did your guests leave?
    Τι ώρα έφυγαν οι καλεσμένοι σας;
    ⮡  They had a lot of guests at their wedding.
    Στο γάμο τους είχαν πολλούς καλεσμένους.
    ⮡  The official guests will be welcomed by the prime minister himself.
    Τους επίσημους προσκεκλημένους θα τους υποδεχθεί ο ίδιος ο πρωθυπουργός.
    ⮡  Look after our guest.
    Περιποιήσου το φιλοξενούμενό μας.
  2. ο πελάτης σε ξενοδοχείο
    ⮡  The hotel is now ready to accept guests.
    Το ξενοδοχείο είναι έτοιμο τώρα να δεχτεί πελάτες.
  3. ο φιλοξενούμενος που λαμβάνει μέρος σε τηλεοπτική εκπομπή, συναυλία ή άλλη ψυχαγωγία
    ⮡  The show’s guests are usually known personalities.
    Φιλοξενούμενοι της εκπομπής είναι συχνά γνωστές προσωπικότητες.