Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η φθειροκτόνος το φθειροκτόνο
      γενική του/της φθειροκτόνου του φθειροκτόνου
    αιτιατική τον/τη φθειροκτόνο το φθειροκτόνο
     κλητική φθειροκτόνε φθειροκτόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φθειροκτόνοι τα φθειροκτόνα
      γενική των φθειροκτόνων των φθειροκτόνων
    αιτιατική τους/τις φθειροκτόνους τα φθειροκτόνα
     κλητική φθειροκτόνοι φθειροκτόνα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φθειροκτόνος < φθειρ- (ψείρα) + -ο- + -κτόνος (< κτείνω) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fθi.ɾoˈkto.nos/

  Επίθετο επεξεργασία

φθειροκτόνος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία