φθίσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
φθῐσι-, φθῐσε- | |||||
ονομαστική | ἡ | φθίσῐς | αἱ | φθίσεις | |
γενική | τῆς | φθίσεως | τῶν | φθίσεων | |
δοτική | τῇ | φθίσει | ταῖς | φθίσεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | φθίσῐν | τὰς | φθίσεις | |
κλητική ὦ! | φθίσῐ | φθίσεις | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φθίσει | |||
γεν-δοτ | τοῖν | φθισέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφθίσις
- η φθορά, η παρακμή
- (αστρονομία) φάση της σελήνης
- (για ανθρώπους) ατροφία, αδυνάτισμα και ασθένεια
- (ιατρική) η φυματίωση, η φθίση, το χτικιό
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 88
- πεσὼν δὲ αἷμά τε ἤμεε καὶ ἐς φθίσιν περιῆλθε ἡ νοῦσος.
- κι όπως έπεσε κάτω, ξερνούσε αίμα κι η αρρώστια γύρισε σε χτικιό.
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 88
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαμε φθισ-
→ και δείτε τις λέξεις φθίω και φuίνω
Απόγονοι
επεξεργασίαφθίσις (αρχαία ελληνικά) στην ιατρική σημασία
- (καθαρεύουσα) φθίσις
- ※ […] η φυματίωση, αρρώστεια πανάρχαια που το αρχικό της όνομα «φθίσις» στην προ-ιπποκρατική εποχή δεν εσήμαινε τίποτε άλλο παρά μόνο μια ελάττωση των δυνάμεων, μια φθορά του οργανισμού, που αιτία της ήταν κάποιος δαίμονας
- Ανδρέας Δ. Γληνός, «Βασικές αρχές και μέθοδοι της ιατρικής έρευνας», Θεμέλια των Επιστημών 3 (1980-81), σ. 151· διαθέσιμο στο academia.edu, πρόσβαση: 2020-09-21.
- ※ […] η φυματίωση, αρρώστεια πανάρχαια που το αρχικό της όνομα «φθίσις» στην προ-ιπποκρατική εποχή δεν εσήμαινε τίποτε άλλο παρά μόνο μια ελάττωση των δυνάμεων, μια φθορά του οργανισμού, που αιτία της ήταν κάποιος δαίμονας
Πηγές
επεξεργασία- φθίσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φθίσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.