Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φθισίμβροτος < φθίω + βροτός

  Επίθετο επεξεργασία

ὁ, ἡ φθισίμβροτος, τοῦ, τῆς φθισιμβρότου