↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαρμακοκινητικός η φαρμακοκινητική το φαρμακοκινητικό
      γενική του φαρμακοκινητικού της φαρμακοκινητικής του φαρμακοκινητικού
    αιτιατική τον φαρμακοκινητικό τη φαρμακοκινητική το φαρμακοκινητικό
     κλητική φαρμακοκινητικέ φαρμακοκινητική φαρμακοκινητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαρμακοκινητικοί οι φαρμακοκινητικές τα φαρμακοκινητικά
      γενική των φαρμακοκινητικών των φαρμακοκινητικών των φαρμακοκινητικών
    αιτιατική τους φαρμακοκινητικούς τις φαρμακοκινητικές τα φαρμακοκινητικά
     κλητική φαρμακοκινητικοί φαρμακοκινητικές φαρμακοκινητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φαρμακοκινητικός < φαρμακοκινητική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pharmacokinetics < φάρμακο + κινητική

  Επίθετο

επεξεργασία

φαρμακοκινητικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με την επιστήμη της φαρμακοκινητικής, που σχετίζεται με τον τρόπο που ουσιαστικά κινείται ένα φάρμακο στον οργανισμό, με τον τρόπο που μεταβολίζεται, που κατανέμεται στους ιστούς και που τελικά αποβάλλεται
    o φαρμακοκινητικός μηχανισμός απορρόφησης είναι ιδιαίτερα σημαντικός για την αποτελεσματικότητα αλλά και την ασφάλεια του φαρμάκου

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία