φαρμακοκινητικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαρμακοκινητικά < φαρμακοκινητική < λόγιο ενδογενές δάνειο: pharmacokinetics < φάρμακο + κινητική
Επίρρημα
επεξεργασίαφαρμακοκινητικά
- από φαρμακοκινητική άποψη
- δεν έχει ελεγχθεί φαρμακοκινητικά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φαρμακοκινητικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφαρμακοκινητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φαρμακοκινητικός