Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαρμακοκινητικά < φαρμακοκινητική < λόγιο ενδογενές δάνειο: pharmacokinetics < φάρμακο + κινητική

  Επίρρημα επεξεργασία

φαρμακοκινητικά

  1. από φαρμακοκινητική άποψη
    δεν έχει ελεγχθεί φαρμακοκινητικά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

φαρμακοκινητικά